μεσουρία — η (Α μεσουρία) [μέσουροι] ο κύριος συστολέας τού επιδρόμου, αλλ. συστολέας επιδρόμου νεοελλ. πανί τής πρύμνης ιστιοφόρου … Dictionary of Greek
παραπλάγιος — α, ο / παραπλάγιος, ον, ΝΑ ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο 2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας» ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + … Dictionary of Greek
μπριόλιν — μπριόλιν, τὸ, και μπριόλιος και πριόλιος, ὁ (Μ) ναυτ. σχοινί που χρησιμοποιούνταν για τη συστολή τών ιστίων τού καραβιού, συστολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. broglio «κίνηση πλοίου, ιστιονομία»] … Dictionary of Greek
μπρούλι — το ναυτ. ο συστολέας … Dictionary of Greek
παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ … Dictionary of Greek
παρασυστολέας — ο ναυτ. πλάγιος συστολέας που αναδένεται προσωρινά από μεγάλο ιστίο τής περιοχής τής πρύμνης, όταν φυσάει σφοδρός άνεμος, κν. κόντρα στίγκος ή φάλτσος στίγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… … Dictionary of Greek
σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… … Dictionary of Greek
στίγκος — ο (λ. ιταλ.), ο συστολέας του πανιού, το μπρούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)